- περιεστίαρχος
- ὁ, Αβλ. περιστίαρχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστίαρχος — και περιεστίαρχος, ὁ, ΜΑ αυτός που τελεί τα περίστια*, ο ιερέας που προπορεύεται στην ιερή καθαρτήρια πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίστια + αρχος*] … Dictionary of Greek